- φυσητός
- η , ο[ν] дутый, изготовленный дутьём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσητός — ή, ό / φυσητός, ή, όν, ΝΜΑ [φυσῶ] αυτός που έχει κατασκευαστεί με φύσημα (α. «φυσητό γυαλί» β. «ὕελος φυσητή», Ηρόδ. Ιατρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυσητόν αντικείμενο με το οποίο φυσούν τη φωτιά … Dictionary of Greek
φυσητός — ή, ό αυτός που είναι κατεργασμένος με φύσημα, που μπορεί να κατασκευαστεί με φύσημα, που επιδέχεται φύσημα: Φυσητό γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσητῶν — φυσητής blower masc gen pl φυσητός blown fem gen pl φυσητός blown masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροφύσητος — και αγεροφύσητος, η, ο ο αεροφυσημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *φυσητός < φυσώ] … Dictionary of Greek
περιφύσητος — ον, Α αυτός που δέχεται ισχυρό φύσημα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φυσητός (< φυσῶ)] … Dictionary of Greek
φυσητάς — φυσητά̱ς , φυσητής blower masc acc pl φυσητά̱ς , φυσητής blower masc nom sg (epic doric aeolic) φυσητά̱ς , φυσητός blown fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητήν — φυσητής blower masc acc sg (attic epic ionic) φυσητός blown fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)